- αθεοφοβία
- η [αθεόφοβος]έλλειψη φόβου προς τον θεό, ασυνειδησία, απανθρωπιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθεόφοβος — η, ο [θεόφοβος] 1. αυτός που δεν φοβάται τον θεό ή τη θεία δίκη, ασεβής 2. άδικος, ασυνείδητος, φαύλος, αλιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θεόφοβος. ΠΑΡ. αθεοφοβία] … Dictionary of Greek